Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουτήτειρα — οὐτήτειρα, ἡ (Α) αυτή που πληγώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐτάω «πληγώνω» + επίθημα τειρα (πρβλ. γενέ τειρα)] … Dictionary of Greek
οὐτήτειρα — she who wounds fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)